- σηραγγώ
- -όω, Α [σῆραγξ, -αγγος]1. καθιστώ κάτι σηραγγώδες, σπογγώδες2. παθ. σηραγγοῡμαι, -όομαιγίνομαι κοίλος, κούφιος («πολλὰ περὶ γῆν τε καὶ ὑπὸ γῆν σηραγγοῡται», Ηλιόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσσηραγγώ — όω. Μ καθιστώ κάτι εντελώς συραγγώδες («ὁ τόπος οὐκ ἐκ ταὐτομάτου διαβεβόθρωται οὐδὲ συσσεοηράγγωται φυσικῶς», Ανν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σηραγγῶ (< σήραγξ, σήραγγος)] … Dictionary of Greek